ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΑΠΌ ΤΟΝ ΚΛΗΜΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ – ΚΑΛΥΦΘΕΙΤΕ ! ! !

ΚΛΗΜΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

«ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ»

(αποσπάσματα)

Ο Θηβαίος Αμφίων και ο Μηθυμναίος Αρίων ήταν και οι δυο γνώστες της μουσικής (και για τους δυο μιλάνε οι μύθοι και αυτό το τραγούδι ακόμα το λένε οι Έλληνες εν χορώ) και με τη μουσική τους τέχνη, ο ένας δελέασε ένα ψάρι, ο άλλος τείχισε τη Θήβα.

Άλλος σοφιστής, Θρακιώτης, [ο Ορφέας] (άλλος Ελληνικός μύθος κι αυτός) με σκέτο τραγούδι εξημέρωνε θηρία και μάλιστα τα δέντρα, μεταφυτεύοντας φηγούς [οξιές] με τη μουσική.

Σου έχω και άλλο μύθο και τραγούδι, αδελφάκι με αυτούς, να διηγηθώ. Του Εύνομου του Λοκρού και του Δελφικού Τζίτζικα.

Ελληνικό πανηγύρι [: πανήγυρις] γίνονταν στην Πυθώ [Δελφούς] πάνω σε ένα ψόφιο φίδι. Επιτάφιος του ερπετού με τις ψαλμωδίες του Ευνόμου. Για το αν το τραγούδι ήταν ύμνος ή θρήνος για το φίδι, δεν έχω να πω τίποτα.

Γίνονταν [μουσικός] αγώνας, και κιθάριζε ο Εύνομος την ώρα του καύσωνα, οπότε τα τζιτζίκια τραγούδαγαν κάτω από τα φύλλα ζεσταμένα από τον ήλιο. Άρα, δεν τραγούδαγαν για το ψόφιο φίδι, το Δελφικό, αλλά δικιά τους ωδή για τον πάνσοφο θεό, τον πολύ ανώτερο από τους νόμους του Ευνόμου.

Σπάει η χορδή του Λοκρού. Πετάει ο τζίτζικας πάνω στον ζυγό. [της κιθάρας] Τερέτιζε πάνω στην κιθάρα σα να ήταν κλαρί. Και ο μουσικός, προσαρμόζοντας το σκοπό με το τραγούδι του τζίτζικα, αναπλήρωσε τη χορδή που έλλειπε.

Συνεπώς, οδηγός του τραγουδιού του Ευνόμου έγινε το τζιτζίκι, όπως θέλει ο μύθος, και ο Εύνομος αφιέρωσε [άγαλμα] χάλκινο τον συναγωνιστή του Λοκρού και την ίδια την κιθάρα στους Δελφούς. Αυτός, [ο τζίτζικας] μια που πήγε μόνος του και τραγούδησε μόνος του, πίστεψαν οι Έλληνες πως ήταν μουσικός ερμηνευτής.

Πως λοιπόν, πιστεύετε σε κενούς μύθους και απολαμβάνετε τη μουσική σα να είστε [τα] ζώα [σε αυτούς];

ΑΛΛΟ:

«Των οποίων τη χάρη (δεν γίνεται καθόλου να αποκρυβεί) νομίζω πως πρέπει να θαυμάζω, τον τρόπο του Ευήμερου του Ακραγαντίνου και του Νικάνορα του Κύπριου και του Διαγόρα και του Ίππωνα του Μηλίου, και αυτόν του Κυρηναίου εκείνου, (Θεόδωρος το όνομά του) και πολλών άλλων,

που επειδή ζούσαν με σωφροσύνη και έβλεπαν καθαρότερα από τους άλλους την πλάνη περί των θεών αυτών, τους είπανε [οι άλλοι Έλληνες] άθεους, αν και την αλήθεια δεν κατανόησαν, αλλά υποπτεύθηκαν την πλάνη,

πράγμα που δεν είναι και λίγο, γιατί με την αλήθεια της σκέψης αναπτύσσεται σπόρος φωτιάς.

Από αυτούς, άλλος μεν λέει στους Αιγύπτιους:

«αυτούς που λέτε θεούς, μη τους θρηνείτε και χτυπιέστε. Αφού τους πενθείτε, δεν μπορεί να τους πιστεύετε για θεούς».

Ο άλλος πήρε έναν Ηρακλή σκαλισμένο σε ξύλο (έτυχε φαίνεται κάτι να ψήνει στο σπίτι) «άντε βρε Ηρακλή» είπε «τώρα είναι καιρός να κάνεις αυτόν τον δέκατο τρίτο άθλο σου, σαν να ήμουν ο Ευρυσθέας, και να ψήσεις το φαί του Διαγόρα», και τον έριξε στη φωτιά για καυσόξυλο.

( ΙΙ σελ 28, πργρ. 4-18)

Τις Μούσες, που ο Αλκμάν γενεαλογεί από το Δία και τη Μνημοσύνη και οι υπόλοιποι ποιητές και συγγραφείς εκθειάζουν και σέβονται, και τώρα όλες οι πόλεις ιδρύουν τεμένη γι αυτές, τα μουσεία, ήταν Μυσές υπηρέτριες που τις αγόρασε η Μεγακλώ, η κόρη του Μάκαρος.

Ο Μάκαρ βασίλευε στους Λέσβιους, και συνέχεια τα έβαζε με τη γυναίκα του, αγανακτούσε δε η Μεγακλώ για τη μάνα της.

Τι έκανε; αγόρασε Μυσές υπηρέτριες, τόσες τον αριθμό [εννιά δηλαδή] και τις είπε Μοίσες, [δηλαδή Μυσές] κατά την Αιολική διάλεκτο, τις έμαθε να τραγουδάνε και να κιθαρίζουν τα παλιά ποιήματα με μελωδία, και αυτές, κιθαρίζοντας συνεχώς και τραγουδώντας ωραία, ευχαριστούσαν τον Μάκαρα και σταματούσαν την οργή του.

Γι’ αυτό η Μεγακλώ, χρωστώντας τους χάρη για το καλό που έκαναν στη μάνα της, τις έφτιαξε χάλκινες [δηλ. αγάλματα] και διάταξε πάντα να τις τιμάνε σαν ιερές.

Αυτές είναι οι Μούσες. Η ιστορία [είναι γραμμένη] στον Μυρσίλο το Λέσβιο.

Κλήμης Αλεξανδρείας, «Προτρεπτικός προς Έλληνας» ΙΙ, σελ 32

——————————————————————–

Η Σίβυλλα είναι παλιότερη από τον Ορφέα. Λέγονται πολλά γι΄ αυτήν και τους πασίγνωστους χρησμούς της και την επωνυμία της. Ήταν Φρύγια, αποκλήθηκε Άρτεμη, και φτάνοντας στους Δελφούς έψαλλε:

«Ώ Δελφοί, αφιερωμένοι στον τοξότη Απόλλωνα, εγώ ήρθα να προφητέψω τη νόηση του Δία που κρατά την Αιγίδα, γιατί έχω πικραθεί από τον αδελφό μου τον Απόλλωνα»

Είναι και άλλη μια, από την Ερυθραία [της Μικράς Ασίας] που την λέγανε Ηροφίλη. Αυτές τις αναφέρει ο Ηρακλείδης ο Ποντικός στο «Περί χρηστηρίων»

Κλήμης Αλεξανδρείας, «Στρωματείς» Α΄ ΧΧΙ σελ 279

—————————————————————————

[Χρησμός της Σίβυλλας]

«Θα απαρνηθούν όλους τους ναούς όσοι τους δουν

και τους βωμούς, φανταστικά πέτρινα μνημεία κουφών

και τα πέτρινα ξόανα και τα χειροποίητα αγάλματα

βρωμισμένα με αίμα ζωντανό και με θυσίες

των τετραπόδων, διπόδων, πουλιών και θηρίων φόνους»

Κλήμης Αλεξανδρείας, Προτρεπτικός προς Έλληνας ΙV, σελ 49 στ. 5

————————————————————————–

«Ο απόστολος λέγων Παύλος: ΄΄λάβετε και τας Ελληνικάς βίβλους,

επίγνωτε Σίβυλλαν, ως δηλοί έναν θεόν και τα μέλλοντα έσεσθαι,

και τον Υστάσπην λαβόντες ανάγνωτε,

και ευρήσετε πολλώ τηλαυγέστερον και σαφέστερον γεγραμμένον τον Υιόν του Θεού,

και καθώς παράταξιν ποιήσουσι τω Χριστώ πολλοί βασιλείς,

μισούντες αυτόν /…./είτα εν ενί λόγω πυνθάνεται υμών. [ο Παύλος]

΄΄ όλος δε ο κόσμος και τα εν τω κόσμω τίνος; ουχί του θεού;΄΄»

[α) φυσικά αυτό το εδάφιο του Παύλου δεν περιλαμβάνεται στην Καινή Διαθήκη, γιατί καλεί τους πιστούς να ρωτήσουν την προφήτισσα του…Απόλλωνα για να μάθουν για το… Χριστό!

β) πράγματι οι αρχαιολόγοι βρήκαν μια βαβυλωνιακή πινακίδα για ένα θεό που σταυρώθηκε πάνω σε ένα λόφο!]

Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς ΣΤ΄ V σελ. 193.

—————————————————————————

ΚΛΗΜΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ «ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ» ΙΙ, σελ. 35 κ.έ.

Δεν είναι πια φίδι [δράκων] ο Δίας, ούτε κύκνος, ούτε αετός, ούτε ερωτύλος άνθρωπος.

Δεν πετάει πια ο θεός, δεν κυνηγάει αγοράκια, δεν φιλάει, δεν βιάζει,

αν και ακόμα υπάρχουν πολλές και όμορφες γυναίκες, ευπρεπέστερες από τη Λήδα και πιο ζωηρές από τη Σεμέλη,

και έφηβοι ωραιότεροι και πιο εκλεπτυσμένοι [πολιτικώτεροι] από τον Φρύγα τσομπάνη. [τον Γανυμήδη]

Που είναι τώρα εκείνος ο αετός; γέρασε, μαζί με τα φτερά του.

Ούτε και φαίνεται πουθενά να μετανοεί για τις ερωτικές του δραστηριότητες, ούτε να μαθαίνει να είναι σώφρων. [για μένα λέει ο πάπαρδος;] Ξεγυμνώθηκε λοιπόν ο μύθος.

Πέθανε η Λήδα, πέθανε ο κύκνος, πέθανε ο αετός.

Θέλεις το Δία σου; μην πολυψάχνεις τον ουρανό, αλλά τη γη.

Θα σου τα διηγηθεί ο Κρητικός ο Καλλίμαχος στους ύμνους

γιατί και τάφο δικό σου, βασιλιά

σου χτίσανε οι Κρητικοί

γιατί πέθανε ο Δίας (μη στεναχωριέσαι Λήδα μου) σα κύκνος, σαν αετός, σαν ερωτύλος άνθρωπος, σα φίδι. [δράκων]

Ακόμα και αυτοί που πιστεύουνε φαίνονται να αντιτίθενται στην πλάνη περί των θεών, χωρίς να το θέλουν.

γιατί δεν είναι [οι θεοί] από πανάρχαια δρυ ούτε πέτρα

«αλλά από το γένος των ανθρώπων» και σύντομα βρίσκονται και δρύες και πέτρες.

Λοιπόν, ο Στάφυλος ιστορεί πως τιμάνε στη Σπάρτη κάποιο Δία [με επωνυμία] Αγαμέμνονα.

Ο δε Φανοκλής στο «Έρωτες ή Καλοί» λέει πως ο Αγαμέμνων ο βασιλιάς των Ελλήνων έχτισε πάνω στον ερωμένο του, τον Άργυννο [στον τάφο του] ναό της

Αργύννου Αφροδίτης.

Όπως λέει ο Καλλίμαχος στα «Αίτια», οι Αρκάδες προσκυνούν την Άρτεμη την αποκαλούμενη

Κρεμασμένη [απαγχομένη]

και άλλη Άρτεμη τιμάται στη Μύθημνα, η Κονδυλίτις. [των όγκων].

Όπως λέει ο Σωσίβιος υπάρχει ιερό στη Λακεδαιμονία άλλης Άρτεμης, της Ποδάγρας

.

Ο Πολέμων γνώριζε και άγαλμα του Απόλλωνα του Χάχα [κεχηνότος, λεξικό Δημητράκου]

και πάλι άλλο τιμώμενο στην Ηλεία, του Απόλλωνα του Λειχούδη [οψοφάγου: τρώει γλυκά ή φαί χωρίς ψωμί]

εκεί θυσιάζουνε και στο Δία τον Μυγοδιώχτη [απομυίω] οι Ηλείοι.

Οι δε Ρωμαίοι, θυσιάζουν στον Μυγοδιώχτη Ηρακλή και στον Πυρετό, και στον Φόβο που και αυτούς τους καταγράφουν με την ακολουθία του Ηρακλή.

Γνωρίζω δε και πως οι Αργείοι και οι Λάκωνες σέβονται την Αφροδίτη την Τυμβωρύχο,

και οι Σπαρτιάτες σέβονται την Άρτεμη την Ροχάλα [χελύτιδα] γιατί το βήχω το λένε «χελύττειν» [χελύσσω: «βαρέως βήχω και αποχρέμπτομαι» λεξικό Δημητράκου]

Ψάξτε βρέστε πόσα παράβλεψα μεταφέροντάς σας αυτά που εσείς [οι Έλληνες] αναφέρετε. Ούτε τους δικούς σας συγγραφείς νομίζεις πως γνωρίζεις, που εγώ τους καλώ μάρτυρες της δικιάς σου απιστίας, της άθεης ειρωνίας σου, βρε δειλοί, που μας έχετε μπλέξει τον βίο που ήδη είναι αβίωτος.

Δηλαδή, λές πως δεν υπάρχει Δίας Φαλακρός στο Άργος,

και άλλος Τιμωρός στη Κύπρο, που τους τιμούν;

Δεν θυσιάζουν οι μεν Αργείοι στην Αφροδίτη την Περπατημένη [περιβασία, με δεύτερη έννοια: ανοιχτόσκελη- λεξικό Δημητράκου]

οι Αθηναίοι στην Εταίρα [Αφροδίτη, μάλλον πρόκειται για το ναό της εταίρας Λάμιας, της φίλης του Δημήτριου του πολιορκητή που την ταύτισαν με τη θεά]

και οι Συρακούσιοι στην Ομορφόκολη [Αφροδίτη Καλλιπύγω] που κάπου ο ποιητής Νίκανδρος αποκάλεσε «με όμορφα κολομέρια». [καλλίγλουτον]

Αποσιωπώ τον Διόνυσο που Χουφτώνει [Χοιροψάλλας. «ο τίλλων τα μόρια των γυναικών» (λεξικό Δημητράκου)] Αυτόν προσκυνούν οι Σικυώνιοι, κάνοντάς τον ειδικό στα γυναικεία όργανα, έφορο του αίσχους, σεβόμενοι τον αρχηγό της ύβρης.

Τέτοιοι οι θεοί τους, τέτοιοι και αυτοί, παίζοντας με τους θεούς, μάλλον εμπαίζοντάς τους και βρίζοντάς τους μόνοι τους.

Και πόσο καλύτεροι είναι οι Έλληνες, με τέτοιους θεούς που προσκυνούν, από τους Αιγύπτιους, που κατά χωριά και πόλεις τιμούν τα άμυαλα ζώα; Γιατί, αν και θηρία, δεν μοιχεύουν, δεν είναι ακόλαστα, και κανένα τους δεν κυνηγά παρά φύσιν ηδονή. / […συνεχίζει να αναλύει την Αιγυπτιακή θρησκεία, το παραλείπω…]/

Εσείς δε που καθημερινά δεν σταματάτε να κοροϊδεύετε τους Αιγύπτιους, [οι Πόντιοι της αρχαιότητας, φαίνεται] μια που είσαστε σε όλα καλύτεροι (βαριέμαι να πω χειρότεροι) τι κάνετε με τα άμυαλα ζώα;

Από σας, οι Θεσσαλοί τιμούν τους πελαργούς από [παλιά] συνήθεια,

οι Θηβαίοι τις γάτες για τη γέννηση του Ηρακλή,

τι άλλο πάλι [τιμούν] οι Θεσσαλοί; Ιστορούν πως [πρέπει να] σέβονται ταμερμήγκια, γιατί ακούσανε πως ο Δίας μεταμορφώθηκε σε μέρμηγκα για να σμίξει με την Ευρυμέδουσα, του Κλήτορα τη κόρη, και να βγάλει το Μυρμιδόνα.

Ο Πολέμων δε, εξιστορεί πως αυτοί που κατοικούν γύρω από την Τρωάδα σέβονται τα

ντόπια ποντίκια, που τα λένε σμίνθους, γιατί μασουλούσαν τις χορδές των τόξων των εχθρών. Και από αυτά τα ποντίκια, επευφήμησαν και Απόλλωνα Ποντικό. [Σμίνθιο]

Ο δε Ηρακλείδης στο «Κτίσιμο των Ιερών» κοντά στην Ακαρνανία, λέει, είναι το ακρωτήριο Άκτιο, και το ιερό του Απόλλωνα του Ακτίου, όπου θυσιάζουν ένα βόδι στις

μύγες.

Πως λοιπόν να εκπλαγώ (για το πρόβατο των Σαμίων, όπως λέει ο Ευφορίων, πως το σέβονται οι Σάμιοι)

ούτε για τους Σύρους κατοίκους της Φοινίκης, που οι μεν τα περιστέρια, οι δε τα ψάρια τόσο πολύ σέβονται, όπως [ας πούμε] σέβονται οι Ηλείοι το Δία.

Τελείωσε; να βγούμε έξω;

ΚΛΗΜΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

«ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ»

(αποσπάσματα)

Ο Θηβαίος Αμφίων και ο Μηθυμναίος Αρίων ήταν και οι δυο γνώστες της μουσικής (και για τους δυο μιλάνε οι μύθοι και αυτό το τραγούδι ακόμα το λένε οι Έλληνες εν χορώ) και με τη μουσική τους τέχνη, ο ένας δελέασε ένα ψάρι, ο άλλος τείχισε τη Θήβα.

Άλλος σοφιστής, Θρακιώτης, [ο Ορφέας] (άλλος Ελληνικός μύθος κι αυτός) με σκέτο τραγούδι εξημέρωνε θηρία και μάλιστα τα δέντρα, μεταφυτεύοντας φηγούς [οξιές] με τη μουσική.

Σου έχω και άλλο μύθο και τραγούδι, αδελφάκι με αυτούς, να διηγηθώ. Του Εύνομου του Λοκρού και του Δελφικού Τζίτζικα.

Ελληνικό πανηγύρι [: πανήγυρις] γίνονταν στην Πυθώ [Δελφούς] πάνω σε ένα ψόφιο φίδι. Επιτάφιος του ερπετού με τις ψαλμωδίες του Ευνόμου. Για το αν το τραγούδι ήταν ύμνος ή θρήνος για το φίδι, δεν έχω να πω τίποτα.

Γίνονταν [μουσικός] αγώνας, και κιθάριζε ο Εύνομος την ώρα του καύσωνα, οπότε τα τζιτζίκια τραγούδαγαν κάτω από τα φύλλα ζεσταμένα από τον ήλιο. Άρα, δεν τραγούδαγαν για το ψόφιο φίδι, το Δελφικό, αλλά δικιά τους ωδή για τον πάνσοφο θεό, τον πολύ ανώτερο από τους νόμους του Ευνόμου.

Σπάει η χορδή του Λοκρού. Πετάει ο τζίτζικας πάνω στον ζυγό. [της κιθάρας] Τερέτιζε πάνω στην κιθάρα σα να ήταν κλαρί. Και ο μουσικός, προσαρμόζοντας το σκοπό με το τραγούδι του τζίτζικα, αναπλήρωσε τη χορδή που έλλειπε.

Συνεπώς, οδηγός του τραγουδιού του Ευνόμου έγινε το τζιτζίκι, όπως θέλει ο μύθος, και ο Εύνομος αφιέρωσε [άγαλμα] χάλκινο τον συναγωνιστή του Λοκρού και την ίδια την κιθάρα στους Δελφούς. Αυτός, [ο τζίτζικας] μια που πήγε μόνος του και τραγούδησε μόνος του, πίστεψαν οι Έλληνες πως ήταν μουσικός ερμηνευτής.

Πως λοιπόν, πιστεύετε σε κενούς μύθους και απολαμβάνετε τη μουσική σα να είστε [τα] ζώα [σε αυτούς];

ΑΛΛΟ:

«Των οποίων τη χάρη (δεν γίνεται καθόλου να αποκρυβεί) νομίζω πως πρέπει να θαυμάζω, τον τρόπο του Ευήμερου του Ακραγαντίνου και του Νικάνορα του Κύπριου και του Διαγόρα και του Ίππωνα του Μηλίου, και αυτόν του Κυρηναίου εκείνου, (Θεόδωρος το όνομά του) και πολλών άλλων,

που επειδή ζούσαν με σωφροσύνη και έβλεπαν καθαρότερα από τους άλλους την πλάνη περί των θεών αυτών, τους είπανε [οι άλλοι Έλληνες] άθεους, αν και την αλήθεια δεν κατανόησαν, αλλά υποπτεύθηκαν την πλάνη,

πράγμα που δεν είναι και λίγο, γιατί με την αλήθεια της σκέψης αναπτύσσεται σπόρος φωτιάς.

Από αυτούς, άλλος μεν λέει στους Αιγύπτιους:

«αυτούς που λέτε θεούς, μη τους θρηνείτε και χτυπιέστε. Αφού τους πενθείτε, δεν μπορεί να τους πιστεύετε για θεούς».

Ο άλλος πήρε έναν Ηρακλή σκαλισμένο σε ξύλο (έτυχε φαίνεται κάτι να ψήνει στο σπίτι) «άντε βρε Ηρακλή» είπε «τώρα είναι καιρός να κάνεις αυτόν τον δέκατο τρίτο άθλο σου, σαν να ήμουν ο Ευρυσθέας, και να ψήσεις το φαί του Διαγόρα», και τον έριξε στη φωτιά για καυσόξυλο.

( ΙΙ σελ 28, πργρ. 4-18)

Τις Μούσες, που ο Αλκμάν γενεαλογεί από το Δία και τη Μνημοσύνη και οι υπόλοιποι ποιητές και συγγραφείς εκθειάζουν και σέβονται, και τώρα όλες οι πόλεις ιδρύουν τεμένη γι αυτές, τα μουσεία, ήταν Μυσές υπηρέτριες που τις αγόρασε η Μεγακλώ, η κόρη του Μάκαρος.

Ο Μάκαρ βασίλευε στους Λέσβιους, και συνέχεια τα έβαζε με τη γυναίκα του, αγανακτούσε δε η Μεγακλώ για τη μάνα της.

Τι έκανε; αγόρασε Μυσές υπηρέτριες, τόσες τον αριθμό [εννιά δηλαδή] και τις είπε Μοίσες, [δηλαδή Μυσές] κατά την Αιολική διάλεκτο, τις έμαθε να τραγουδάνε και να κιθαρίζουν τα παλιά ποιήματα με μελωδία, και αυτές, κιθαρίζοντας συνεχώς και τραγουδώντας ωραία, ευχαριστούσαν τον Μάκαρα και σταματούσαν την οργή του.

Γι’ αυτό η Μεγακλώ, χρωστώντας τους χάρη για το καλό που έκαναν στη μάνα της, τις έφτιαξε χάλκινες [δηλ. αγάλματα] και διάταξε πάντα να τις τιμάνε σαν ιερές.

Αυτές είναι οι Μούσες. Η ιστορία [είναι γραμμένη] στον Μυρσίλο το Λέσβιο.

Κλήμης Αλεξανδρείας, «Προτρεπτικός προς Έλληνας» ΙΙ, σελ 32

——————————————————————–

Η Σίβυλλα είναι παλιότερη από τον Ορφέα. Λέγονται πολλά γι΄ αυτήν και τους πασίγνωστους χρησμούς της και την επωνυμία της. Ήταν Φρύγια, αποκλήθηκε Άρτεμη, και φτάνοντας στους Δελφούς έψαλλε:

«Ώ Δελφοί, αφιερωμένοι στον τοξότη Απόλλωνα, εγώ ήρθα να προφητέψω τη νόηση του Δία που κρατά την Αιγίδα, γιατί έχω πικραθεί από τον αδελφό μου τον Απόλλωνα»

Είναι και άλλη μια, από την Ερυθραία [της Μικράς Ασίας] που την λέγανε Ηροφίλη. Αυτές τις αναφέρει ο Ηρακλείδης ο Ποντικός στο «Περί χρηστηρίων»

Κλήμης Αλεξανδρείας, «Στρωματείς» Α΄ ΧΧΙ σελ 279

—————————————————————————

[Χρησμός της Σίβυλλας]

«Θα απαρνηθούν όλους τους ναούς όσοι τους δουν

και τους βωμούς, φανταστικά πέτρινα μνημεία κουφών

και τα πέτρινα ξόανα και τα χειροποίητα αγάλματα

βρωμισμένα με αίμα ζωντανό και με θυσίες

των τετραπόδων, διπόδων, πουλιών και θηρίων φόνους»

Κλήμης Αλεξανδρείας, Προτρεπτικός προς Έλληνας ΙV, σελ 49 στ. 5

————————————————————————–

«Ο απόστολος λέγων Παύλος: ΄΄λάβετε και τας Ελληνικάς βίβλους,

επίγνωτε Σίβυλλαν, ως δηλοί έναν θεόν και τα μέλλοντα έσεσθαι,

και τον Υστάσπην λαβόντες ανάγνωτε,

και ευρήσετε πολλώ τηλαυγέστερον και σαφέστερον γεγραμμένον τον Υιόν του Θεού,

και καθώς παράταξιν ποιήσουσι τω Χριστώ πολλοί βασιλείς,

μισούντες αυτόν /…./είτα εν ενί λόγω πυνθάνεται υμών. [ο Παύλος]

΄΄ όλος δε ο κόσμος και τα εν τω κόσμω τίνος; ουχί του θεού;΄΄»

[α) φυσικά αυτό το εδάφιο του Παύλου δεν περιλαμβάνεται στην Καινή Διαθήκη, γιατί καλεί τους πιστούς να ρωτήσουν την προφήτισσα του…Απόλλωνα για να μάθουν για το… Χριστό!

β) πράγματι οι αρχαιολόγοι βρήκαν μια βαβυλωνιακή πινακίδα για ένα θεό που σταυρώθηκε πάνω σε ένα λόφο!]

Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς ΣΤ΄ V σελ. 193.

—————————————————————————

ΚΛΗΜΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ «ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ» ΙΙ, σελ. 35 κ.έ.

Δεν είναι πια φίδι [δράκων] ο Δίας, ούτε κύκνος, ούτε αετός, ούτε ερωτύλος άνθρωπος.

Δεν πετάει πια ο θεός, δεν κυνηγάει αγοράκια, δεν φιλάει, δεν βιάζει,

αν και ακόμα υπάρχουν πολλές και όμορφες γυναίκες, ευπρεπέστερες από τη Λήδα και πιο ζωηρές από τη Σεμέλη,

και έφηβοι ωραιότεροι και πιο εκλεπτυσμένοι [πολιτικώτεροι] από τον Φρύγα τσομπάνη. [τον Γανυμήδη]

Που είναι τώρα εκείνος ο αετός; γέρασε, μαζί με τα φτερά του.

Ούτε και φαίνεται πουθενά να μετανοεί για τις ερωτικές του δραστηριότητες, ούτε να μαθαίνει να είναι σώφρων. [για μένα λέει ο πάπαρδος;] Ξεγυμνώθηκε λοιπόν ο μύθος.

Πέθανε η Λήδα, πέθανε ο κύκνος, πέθανε ο αετός.

Θέλεις το Δία σου; μην πολυψάχνεις τον ουρανό, αλλά τη γη.

Θα σου τα διηγηθεί ο Κρητικός ο Καλλίμαχος στους ύμνους

γιατί και τάφο δικό σου, βασιλιά

σου χτίσανε οι Κρητικοί

γιατί πέθανε ο Δίας (μη στεναχωριέσαι Λήδα μου) σα κύκνος, σαν αετός, σαν ερωτύλος άνθρωπος, σα φίδι. [δράκων]

Ακόμα και αυτοί που πιστεύουνε φαίνονται να αντιτίθενται στην πλάνη περί των θεών, χωρίς να το θέλουν.

γιατί δεν είναι [οι θεοί] από πανάρχαια δρυ ούτε πέτρα

«αλλά από το γένος των ανθρώπων» και σύντομα βρίσκονται και δρύες και πέτρες.

Λοιπόν, ο Στάφυλος ιστορεί πως τιμάνε στη Σπάρτη κάποιο Δία [με επωνυμία] Αγαμέμνονα.

Ο δε Φανοκλής στο «Έρωτες ή Καλοί» λέει πως ο Αγαμέμνων ο βασιλιάς των Ελλήνων έχτισε πάνω στον ερωμένο του, τον Άργυννο [στον τάφο του] ναό της

Αργύννου Αφροδίτης.

Όπως λέει ο Καλλίμαχος στα «Αίτια», οι Αρκάδες προσκυνούν την Άρτεμη την αποκαλούμενη

Κρεμασμένη [απαγχομένη]

και άλλη Άρτεμη τιμάται στη Μύθημνα, η Κονδυλίτις. [των όγκων].

Όπως λέει ο Σωσίβιος υπάρχει ιερό στη Λακεδαιμονία άλλης Άρτεμης, της Ποδάγρας

.

Ο Πολέμων γνώριζε και άγαλμα του Απόλλωνα του Χάχα [κεχηνότος, λεξικό Δημητράκου]

και πάλι άλλο τιμώμενο στην Ηλεία, του Απόλλωνα του Λειχούδη [οψοφάγου: τρώει γλυκά ή φαί χωρίς ψωμί]

εκεί θυσιάζουνε και στο Δία τον Μυγοδιώχτη [απομυίω] οι Ηλείοι.

Οι δε Ρωμαίοι, θυσιάζουν στον Μυγοδιώχτη Ηρακλή και στον Πυρετό, και στον Φόβο που και αυτούς τους καταγράφουν με την ακολουθία του Ηρακλή.

Γνωρίζω δε και πως οι Αργείοι και οι Λάκωνες σέβονται την Αφροδίτη την Τυμβωρύχο,

και οι Σπαρτιάτες σέβονται την Άρτεμη την Ροχάλα [χελύτιδα] γιατί το βήχω το λένε «χελύττειν» [χελύσσω: «βαρέως βήχω και αποχρέμπτομαι» λεξικό Δημητράκου]

Ψάξτε βρέστε πόσα παράβλεψα μεταφέροντάς σας αυτά που εσείς [οι Έλληνες] αναφέρετε. Ούτε τους δικούς σας συγγραφείς νομίζεις πως γνωρίζεις, που εγώ τους καλώ μάρτυρες της δικιάς σου απιστίας, της άθεης ειρωνίας σου, βρε δειλοί, που μας έχετε μπλέξει τον βίο που ήδη είναι αβίωτος.

Δηλαδή, λές πως δεν υπάρχει Δίας Φαλακρός στο Άργος,

και άλλος Τιμωρός στη Κύπρο, που τους τιμούν;

Δεν θυσιάζουν οι μεν Αργείοι στην Αφροδίτη την Περπατημένη [περιβασία, με δεύτερη έννοια: ανοιχτόσκελη- λεξικό Δημητράκου]

οι Αθηναίοι στην Εταίρα [Αφροδίτη, μάλλον πρόκειται για το ναό της εταίρας Λάμιας, της φίλης του Δημήτριου του πολιορκητή που την ταύτισαν με τη θεά]

και οι Συρακούσιοι στην Ομορφόκολη [Αφροδίτη Καλλιπύγω] που κάπου ο ποιητής Νίκανδρος αποκάλεσε «με όμορφα κολομέρια». [καλλίγλουτον]

Αποσιωπώ τον Διόνυσο που Χουφτώνει [Χοιροψάλλας. «ο τίλλων τα μόρια των γυναικών» (λεξικό Δημητράκου)] Αυτόν προσκυνούν οι Σικυώνιοι, κάνοντάς τον ειδικό στα γυναικεία όργανα, έφορο του αίσχους, σεβόμενοι τον αρχηγό της ύβρης.

Τέτοιοι οι θεοί τους, τέτοιοι και αυτοί, παίζοντας με τους θεούς, μάλλον εμπαίζοντάς τους και βρίζοντάς τους μόνοι τους.

Και πόσο καλύτεροι είναι οι Έλληνες, με τέτοιους θεούς που προσκυνούν, από τους Αιγύπτιους, που κατά χωριά και πόλεις τιμούν τα άμυαλα ζώα; Γιατί, αν και θηρία, δεν μοιχεύουν, δεν είναι ακόλαστα, και κανένα τους δεν κυνηγά παρά φύσιν ηδονή. / […συνεχίζει να αναλύει την Αιγυπτιακή θρησκεία, το παραλείπω…]/

Εσείς δε που καθημερινά δεν σταματάτε να κοροϊδεύετε τους Αιγύπτιους, [οι Πόντιοι της αρχαιότητας, φαίνεται] μια που είσαστε σε όλα καλύτεροι (βαριέμαι να πω χειρότεροι) τι κάνετε με τα άμυαλα ζώα;

Από σας, οι Θεσσαλοί τιμούν τους πελαργούς από [παλιά] συνήθεια,

οι Θηβαίοι τις γάτες για τη γέννηση του Ηρακλή,

τι άλλο πάλι [τιμούν] οι Θεσσαλοί; Ιστορούν πως [πρέπει να] σέβονται ταμερμήγκια, γιατί ακούσανε πως ο Δίας μεταμορφώθηκε σε μέρμηγκα για να σμίξει με την Ευρυμέδουσα, του Κλήτορα τη κόρη, και να βγάλει το Μυρμιδόνα.

Ο Πολέμων δε, εξιστορεί πως αυτοί που κατοικούν γύρω από την Τρωάδα σέβονται τα

ντόπια ποντίκια, που τα λένε σμίνθους, γιατί μασουλούσαν τις χορδές των τόξων των εχθρών. Και από αυτά τα ποντίκια, επευφήμησαν και Απόλλωνα Ποντικό. [Σμίνθιο]

Ο δε Ηρακλείδης στο «Κτίσιμο των Ιερών» κοντά στην Ακαρνανία, λέει, είναι το ακρωτήριο Άκτιο, και το ιερό του Απόλλωνα του Ακτίου, όπου θυσιάζουν ένα βόδι στις

μύγες.

Πως λοιπόν να εκπλαγώ (για το πρόβατο των Σαμίων, όπως λέει ο Ευφορίων, πως το σέβονται οι Σάμιοι)

ούτε για τους Σύρους κατοίκους της Φοινίκης, που οι μεν τα περιστέρια, οι δε τα ψάρια τόσο πολύ σέβονται, όπως [ας πούμε] σέβονται οι Ηλείοι το Δία.

Τελείωσε; να βγούμε έξω;